- Οἰσύμη
- Οἰσύμηfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οισύμη ή Αισύμη — Αρχαία πόλη της Ηδωνίδας, που εκτεινόταν ανάμεσα στο Στρυμόνα και το Νέστο. Βρισκόταν στις εκβολές του Στρυμόνα και ήταν αποικία των Θασίων. Από τον Όμηρο αναφέρεται σαν Αισύμη, πατρίδα της ωραίας Καστιανείρας, από το γάμο της οποίας με τον… … Dictionary of Greek
Οἰσύμην — Οἰσύμη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Oesyme — or Oisyme (Ancient Greek: Οίσύμη) or (Ancient Greek: Οίσύμα) or (Ancient Greek: Αίσύμη) was an ancient Greek[1] polis located in Thrace , located in the region between the river Strymon and the river Nestos. It was founded by colonists from… … Wikipedia
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
Αισύμη — I Αρχαία πόλη της Ηδωνίδας (Μακεδονία) στις εκβολές του Στρυμόνα, αποικία των Θασίων, με ζωηρή εμπορική κίνηση. Είναι γνωστότερη ως Οισύμη (βλ. λ.). II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 325 μ., 289 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρούπολης του νομού… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση … Dictionary of Greek